- ποτιτάσσω
- Α(δωρ. τ.) προστάσσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + τάσσω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποτίταγμα — άγματος, τὸ, Α [ποτιτάσσω] (δωρ. τ.) το πρόσταγμα … Dictionary of Greek
ποτίταξις — άξεως, και ιων. τ. γεν. ιος, ἡ, Α [ποτιτάσσω] (δωρ. τ.) η πρόσταξη … Dictionary of Greek
προστάζω — προστάσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προστάττω και δωρ. τ. ποτιτάσσω και ποιτάσσω Α δίνω διαταγή συνήθως με έντονο τρόπο, παραγγέλλω, διατάζω (α. «τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μ έστειλε φερμάνι», δημ. τραγούδι β. «ἐπὶ τῆς κτίσεως συνεξέλαμψε τὸ φῶς τῷ… … Dictionary of Greek